- ἐναντίβιον
- ἐναντίβιονSee also: s. βίαPage in Frisk: 1,509
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ἐναντίβιον — ἐναντίβιος set against masc/fem acc sg ἐναντίβιος set against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντίβιος — ἐναντίβιος, ον (Α) 1. εχθρικός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναντίβιον εναντίον, εχθρικά («ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι», Ομήρ. Ιλ.) … Dictionary of Greek